Sunday 8 April 2007

Το έθνος, η ιστορία και η αλήθεια

(μερικά αντίτυπα διανεμήθηκαν στην
εκδήλωση που διοργάνωσαν η Διεθνής Αμνηστία κι ο Σύνδεσμος Αντιρρησιών Συνείδησης στις 14/5/07 στον ΔΣΑ)


Στη μνήμη του Σπύρου Στίνα

Διανοούμενοι όλων των χωρών, οφείλετε να διαμηνύσετε στα έθνη σας ότι βρίσκονται μέσα στο κακό, επειδή και μόνο είναι έθνη. [...] Ο Πλωτίνος ντρέπονταν επειδή είχε ένα σώμα. Εσείς πρέπει να είστε εκείνοι που ντρέπονται επειδή έχουν ένα έθνος


Julien Benda

Με αφορμή το ζήτημα που προέκυψε σχετικά με το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού, έχουμε να καταθέσουμε τις παρακάτω σκέψεις:

Είναι αναγκαίο πρώτα απ’ όλα να ορίσουμε ποιός είναι ο σκοπός της επιστήμης της ιστορίας και του μαθήματος της ιστορίας. Ελπίζουμε ο σκοπός και των δύο να είναι η υπηρέτηση της αλήθειας και όχι η υπηρέτηση της εθνικιστικής προπαγάνδας. Το περίφημο άρθρο 16 του Συντάγματος μας διαβεβαιώνει για το αντίθετο: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Η αντίθεση της αλήθειας και του Έθνους ως φαντασιακής σημασίας δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι η εθνική ταυτότητα κατασκευάζεται με βάση μια σειρά από ψέματα και μύθους[1] και από μια σειρά βίαιων πράξεων ομογενοποίησης και εξάλειψης κάθε διαφορετικότητας (γλωσσικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής κλπ)· οφείλεται στην διαφορετική καταγωγή της αλήθειας -ως αξίας που καθορίζει την ανθρώπινη ζωή- και του Έθνους. Η υπηρέτηση της αλήθειας, η διαρκής αναζήτησή της, «η συνεχής προσπάθεια να διαρρηγνύουμε την κλειστότητα στην οποία βρισκόμαστε», όπως λέει ο Καστοριάδης, ανήκει στο μάγμα εκείνο των φαντασιακών σημασιών που ορίζουν το πρόταγμα της αυτονομίας, την επιθυμία των ανθρώπων να ζήσουν ως άνθρωποι ελεύθεροι μέσα σε μια κοινωνία ελεύθερη. Οι ρίζες του προτάγματος αυτού βρίσκονται στη δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας και στη δυτική πνευματική παράδοση της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Αντίθετα, ο εθνικισμός κατάγεται από την πτέρυγα εκείνη του ρομαντικού κινήματος που βάλλει λυσσαλέα εναντίον των χειραφετητικών ιδεών του Διαφωτισμού και ονειρεύεται τα σκοτάδια του Μεσαίωνα. Ο εθνικισμός, αυτή η θρησκεία του μίσους, πολεμάει τη διακηρυγμένη επιθυμία των ανθρώπων να ζήσουν αδελφωμένοι και να συστήσουν μια οικουμενική κοινότητα. Η αντίθεση στο οικουμενικό πνεύμα του Διαφωτισμού εξηγεί την καθόλου περίεργη σύνδεση του χριστιανισμού και του εθνικισμού.

Για να επιστρέψουμε στο ζήτημα του βιβλίου της ιστορίας, θεωρούμε ότι είναι καθήκον της ιστορίας ως επιστήμης και των επιστημόνων που την υπηρετούν να γράψουν ολόκληρη την αλήθεια, χωρίς καμία προσπάθεια απόκρυψης του παραμικρού γεγονότος. Η παράθεση, για παράδειγμα, αυτούσιων των φρικαλεοτήτων τόσο των Ελλήνων κατά την εκστρατεία προς το Σαγγάριο (τι δουλειά είχαν στο Σαγγάριο;) όσο και των Τούρκων κατά τη μικρασιατική καταστροφή θα καταδείξουν, για όποιον έχει τη στοιχειώδη κριτική ικανότητα, τη χυδαιότητα του εθνικισμού, ελληνικού και τουρκικού, και των υπερασπιστών του. Η ουσιαστική αντίθεση δεν είναι η αντίθεση Ελλήνων και Τούρκων, αλλά η αντίθεση μεταξύ του μίσους και του αίματος από τη μιά και της φιλίας και της συναδέλφωσης από την άλλη. Γνωρίζουμε επίσης, ότι είναι απαγορευμένο στην εθνικιστική κοινωνία που ζούμε στους συγγραφείς του βιβλίου να γράψουν την αλήθεια των εγκλημάτων των Ελλήνων μέσα στην ιστορία. Τα είπαμε. Το Έθνος και η αλήθεια είναι δύο έννοιες αντίθετες. Γι’ αυτό αισθανόμαστε την ανάγκη να τους εκφράσουμε τη συμπαράστασή μας για τις προθέσεις τους. Από την άλλη δεν καταλαβαίνουμε για ποιό λόγο το μάθημα της ιστορίας πρέπει να ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την στρατιωτική ιστορία και όχι για παράδειγμα με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και με την πνευματική δημιουργία. Την απάντηση τη δίνει το άρθρο 16 του συντάγματος: το μάθημα την ιστορίας είναι μάθημα εθνικιστικής προπαγάνδας, η βασική ενασχόληση του Έθνους είναι να μισεί και να σκοτώνει, οπότε κάθε εθνικιστική ιστορία είναι ιστορία πολέμων. Τα υπόλοιπα (τέχνες, πολιτισμός κλπ), τουλάχιστον στην ιστορία που μάθαμε εμείς, είναι απλά παρελκόμενα για να γεμίζουν τις σελίδες επιβεβαιώνοντας την ανωτερότητα και τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού (sic).

Η ταινία του εθνικιστή σκηνοθέτη Ν. Κούνδουρου (τον αποκαλούμε έτσι, καθώς κάνει στρατευμένη τέχνη) «1922» θεώρησε αυτονόητο μέσα στον αυτιστικό εγκλεισμό του εθνικιστικού υποκειμένου ότι εξ ορισμού το 1922 καθορίζεται από τη μικρασιατική καταστροφή –και όχι βέβαια από τη μικρασιατική εκστρατεία[2]. Είναι εμφανές από το παράδειγμα αυτό ότι ο εθνικιστικός κομπλεξισμός επιτάσσει μία ψυχική κατάσταση πλήρους μονομέρειας και κλειστότητας κατά την οποία το υποκείμενο δεν μπορεί να δει πέρα απ’ το δάχτυλό του, δε μπορεί να δει τι γίνεται δίπλα του. Έχει ανοιχτά τα μάτια μόνο για τους δήθεν εχθρούς που το καταδιώκουν με σκοπό να επιβεβαιώσει την ίδια την ύπαρξή του για την οποία μπορεί να είναι βέβαιο μονάχα με την προϋπόθεση ότι ανήκει σε μία φανταστική υπερβατική οντότητα που ονόμασε Έθνος. Έτσι, οι σύγχρονοι εθνικιστές, που υποστηρίζουν ως νέοι Ιεροεξεταστές την δημόσια καύση του βιβλίου, φαντάζονται συνομωσίες, πρωτόκολλα των σοφών της Σιών και Νέες Τάξεις. Και όποιος υποστηρίξει διεθνιστικές αξίες, όπως εμείς, είναι πράκτορας, δηλαδή μάγισσα που πρέπει να καεί στην πυρά ή στην καλύτερη γι’ αυτόν περίπτωση απλώς ηλίθιος.

Η μανία καταδίωξης, η οποία είναι το γνωστότερο σύμπτωμα της παράνοιας, μαρτυρά ότι έχουμε και στην περίπτωση του εθνικιστικού υποκειμένου όπως και σε αυτή της παράνοιας τη δημιουργία ενός ιδιοκόσμου, ενός κόσμου αποκομμένου ως ένα σημείο από την πραγματικότητα. Μέσα στον κόσμο αυτό τα πάντα καθορίζονται από την πολωτική θέαση του Άλλου. Ο Άλλος μπορεί να είναι ή ίδιος με μας ή έτερος, δηλαδή εχθρός. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς θόρυβος. Το μανιχαϊστικό αυτό δίπολο εξυπηρετεί την ικανοποίηση του υποκειμένου, επειδή μέσω μιας διαδικασίας ταύτισης αποκτά προσωπική ταυτότητα. Η ταυτότητα αυτή είναι βέβαια ψεύτικη και ετερόνομη. Το υποκείμενο δεν είναι υπεύθυνο γι’ αυτό που είναι ή δεν είναι, αλλά γίνεται υπερήφανο εξαιτίας της ψευδούς εθνικής του ταυτότητας. Έτσι, ο Έλληνας αισθάνεται υπερήφανος για «τους προγόνους του», ενώ αν ήξερε στην πραγματικότητα τον πολιτισμό της αρχαιότητας θα έπρεπε να ντρέπεται γι’ αυτό που είναι και όχι να είναι υπερήφανος. Η υπερηφάνεια ενός ανθρώπου πρέπει να πηγάζει από τις δικές του πράξεις και τις δικές του ιδέες και μόνο τότε έχει κάποιο νόημα. Ο ιδιόκοσμος του εθνικιστικού υποκειμένου αποτελεί ένα είδος τύφλωσης που ορίζεται ως αδυνατότητα να δούμε τον άλλο ως ίσο και να προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα από τη δική του σκοπιά, να μπούμε για λίγο στη θέση του. Ένα τέτοιο είδος αποδοχής του Άλλου, μια φανταστική εναλλαγή των ρόλων, θα κατέρριπτε το μύθο που έχει δημιουργήσει το εθνικιστικό υποκείμενο γι’ αυτόν και θα συνέτριβε τον εθνικιστικό εγκλεισμό καθαυτόν.

Η τηλεόραση
Περίοπτη θέση στο πάνθεον του εθνικιστικού συρφετού έχει μια σειρά δημοσιογράφων της τηλεόρασης. Η τηλεόραση έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο δημόσιο λιθοβολισμό των πολεμίων του εθνικισμού. Αποτελεί το γραφείο τύπου της ακροδεξιάς, η οποία όπως διαπιστώσαμε δεν περιορίζεται στα εκλογικά ποσοστά του κόμματος του Καρατζαφέρη
[3]. Μπορούμε να αναφέρουμε μία σειρά «ενημερωτικών» εκπομπών, όπου η διαπραγμάτευση του θέματος της λογοκρισίας του βιβλίου ήταν άκρως μεροληπτική. Και δεν πρόκειται για εξαιρέσεις, αλλά για τον κανόνα. Όποιος θίξει τον μικροαστικό εθνικισμό του κ. Αυτιά και των ομοίων του χλευάζεται και καλείται να κάνει δήλωση νομιμοφροσύνης στο Έθνος. Τα είπαμε. Η ελευθερία της έκφρασης είναι κατάκτηση του Διαφωτισμού, όχι του Μεσαίωνα. Επί τη ευκαιρία, θέλουμε να δηλώσουμε ότι είναι απαράγραπτο δικαίωμα του καθενός, απορρέον από την ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα να καίει την ελληνική σημαία ως συμβολική έκφραση αποδοκιμασίας της φαντασιακής σημασίας του Έθνους. Ένα κομμάτι πανί δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι ποτέ, περισσότερο ιερό από τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων που έχουν θυσιαστεί στο βωμό του Έθνους.

Εθνικισμός, πατριωτισμός και ανθρωπισμός

Στα τηλεοπτικά παράθυρα, τα οποία έχουμε την δυστυχία να έχουν υποκαταστήσει τη δημόσια σφαίρα στις τηλεοπτικές δικτατορίες της μετριότητας όπου ζούμε, οι διάφοροι εθνικιστές εμφανίζονται συχνά μεταμφιεσμένοι σε «πατριώτες». Επειδή οι απόκριες τέλειωσαν, είναι αναγκαίο να κάνουμε κάποιες διευκρινίσεις. Εθνικιστής είναι όποιος αντλεί την προσωπική του ταυτότητα, όποιος συγκροτεί την ανύπαρκτή του ατομικότητα με βάση το μύθευμα που ονομάζεται εθνική ταυτότητα. Κανένα από τα προτεινόμενα συστατικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας (κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, κοινή ιστορία, κοινός πολιτισμός) δεν είχε, πριν από τις -σε πολλές περιπτώσεις βίαιες- προσπάθειες ομογενοποίησης που ξεκινούν με τη σύσταση του νεοελληνικού έθνους-κράτους, την απαιτούμενη καθολικότητα για να αποτελέσει το συνδετικό κρίκο του εθνικιστικού φαντασιακού. Η ιδέα λοιπόν ότι είμαστε όλοι Έλληνες αποτελεί ένα ψέμα που μάθαμε να λέμε στον εαυτό μας· ακριβώς όπως το ψέμα του κρυφού σχολειού. Οι αρχαίοι «Έλληνες» δεν αισθάνονταν Έλληνες, αλλά Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Κορίνθιοι κλπ. Ο κόσμος ήταν συγκροτημένος τότε με βάση την πόλιν και όχι με βάση το έθνος–κράτος. Η ιδέα του Έθνους είναι νεότερη.


Οι πιο light εθνικιστές αρέσκονται να εμφανίζονται στην τηλεόραση, όπως είπαμε, ως «πατριώτες». Η διαφορά είναι, λέει, ότι πατριώτης είναι όποιος αγαπάει την πατρίδα του· επειδή η πατρίδα του όμως, λέμε εμείς, είναι κατά δήλωσίν του το έθνος-κράτος του, καλά θα κάνει να παραδεχθεί ότι είναι εθνικιστής. Πατρίδα, από την άλλη, θα μπορούσε να ονομαστεί η πόλη όπου γεννηθήκαμε και με την οποία μας συνδέουν συναισθηματικοί δεσμοί, αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και προσωπικές σχέσεις με τους υπόλοιπους πολίτες. Αυτό είναι το περιεχόμενο ενός πατριωτισμού αρχαιοελληνικού ή αναγεννησιακού[4]. Μιά τέτοια νοηματοδότηση της πατρίδας φαίνεται περισσότερο λογική, καθώς δε βασίζεται στην υπερβατικότητα φαντασιακών κατασκευών όπως το Έθνος. Το πρόβλημα εμφανίζεται και στις δύο περιπτώσεις όταν πρέπει να νοηματοδοτηθούν οι Άλλοι. «Πρόκειται για την καταφανή ανικανότητα της συγκροτήσεώς μας ως εαυτών χωρίς αποκλεισμό του άλλου –και για την καταφανή ανικανότητα να αποκλείουμε τον άλλο χωρίς να τον υποτιμούμε και, εντέλει, να τον μισούμε»[5]. Το διακύβευμα είναι να δημιουργηθεί ένα ανθρώπινο υποκείμενο –και μια ανθρώπινη κοινωνία- που δε θα αποκλείει τον άλλο ως κατώτερο, αλλά θα τον αποδέχεται ως ίσο και διαφορετικό.


Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει ως εγγενής τάση της ανθρώπινης ψυχής η αναζήτηση μιας ταυτότητας η οποία να παρέχει ασφάλεια διά μιας ετερόνομης ως επί το πλείστον ένταξης σε ένα σύνολο. Λέμε ότι η αναζήτηση αυτή είναι ετερόνομη επειδή στοχεύει στη συγκάλυψη μερικών ουσιωδών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης κατάστασης, τα οποία από την πλευρά της αυτονομίας είναι ανάγκη να αναγνωριστούν και να διαυγαστούν. Πρόκειται για το γεγονός της ανθρώπινης θνητότητας, της μοναξιάς ως οντολογικής συνθήκης του ανθρώπου και της απροσδιοριστίας του κόσμου των ανθρωπίνων πραγμάτων. Οι σκληρές αυτές απαιτήσεις της πραγματικότητας κρύβονται κάτω από το πέπλο της ένταξης σε μία κοινότητα –πραγματική ή φανταστική έχει εδώ λίγη σημασία. «Το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι πριν απ’ όλα άνθρωποι και μόνο μετά μέλη μιας κάστας ή κάτοχοι ενός τίτλου ευγενείας, σημαίνει ότι δεν ανήκουν πλέον εκεί που ανήκουν. Αυτή η μη-ταύτιση του ατόμου με την τάξη του, την κοινωνική του θέση, την κοινότητά του, το έθνος του, την καταγωγή του ή το γενεαλογικό του δέντρο είναι η ελευθερία»[6]. Κατά τούτο, ελευθερία –ή αυτονομία- σημαίνει αναγνώριση του γεγονότος της ανθρώπινης θνητότητας, μοναξιάς και ανεστιότητας[7]. Και η ελευθερία είναι η οντολογική συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης.

Τόσο ο εθνικισμός, όσο και ο πατριωτισμός με την παραπάνω έννοια, επιχειρούν να κρύψουν τα γεγονότα αυτά πίσω από την εγκαθίδρυση μιας συλλογικής ταυτότητας· αυτή επιχειρεί να κρύψει τα παραπάνω γεγονότα και να αποτελέσει ένα ασφαλές καταφύγιο μπροστά στην απροσδιοριστία που επιτάσσει ο ανθρώπινος κόσμος ως κατεξοχήν άρνηση μιας σταθερής απάντησης στα διαρκή ερωτήματα (υπαρξιακά, ηθικά, πολιτικά κλπ). Δεν υπάρχει στον κόσμο καμία εγγυημένη απάντηση σε καμία ερώτηση –και η εφεύρεση του Θεού, του Έθνους, της Ιδεολογίας είναι η εφεύρεση μιας τέτοιας εγγύησης. Είμαστε καταδικασμένοι να περπατάμε στην ομίχλη, θα έλεγε ο Milan Kundera. Η νοσταλγία της πατρίδας, των παιδικών χρόνων κλπ είναι η αποστροφή και η αμηχανία μπροστά στη σκληρότητα της ανθρώπινης κατάστασης[8]. Πρέπει να ξέρουμε όμως ότι ένας παράδεισος της εξόδου από την ανθρώπινη κατάσταση δε μπορεί να βρεθεί πουθενά και ότι το βάρος αυτό που λέγεται ελευθερία μπορεί να γίνει πάθος για δημιουργία, δηλαδή κληρονομημένος θησαυρός και όχι χρεοκοπία.

Για το λόγο αυτό και επειδή αγωνιζόμαστε για τη δημιουργία μιας αυτόνομης κοινωνίας, δεν καταλαβαίνουμε γιατί ένας έστω και λογικά νοούμενος πατριωτισμός πρέπει να αποκλείει τους άλλους. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος. Γνωρίζουμε καλά, ότι «ο αγώνας που διεξάγεται κατά της μισοξενίας» είναι δύσκολος και «απέχει ασφαλώς πολύ από το τέρμα του, ακόμα και μέσα στον καθένα μας»[9]. Γνωρίζουμε επίσης, ότι ενάντια σε όλα τα δεδομένα, έχουν δημιουργηθεί μέσα στην ανθρώπινη ιστορία οι έννοιες της οικουμενικότητας και του ανθρωπισμού – με ένα νέο νόημα που τους προσδίδουν τα παραπάνω- που διεκδικούν το δικαίωμα να απαιτούν να είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι και διαφορετικοί και το γεγονός ότι γεννηθήκαμε σε διαφορετικό τόπο να μην αποτελεί την αιτία για να είμαστε εχθροί. Επιθυμούμε και ξέρουμε ότι το έχουν επιθυμήσει και το επιθυμούν και άλλοι άνθρωποι που γεννήθηκαν σε άλλους τόπους, και ίσως και σε άλλες εποχές, να ζήσουμε ειρηνικά με αυτούς που κατοικούν δίπλα μας και να αντικρίζουμε τον οποιοδήποτε άνθρωπο ανεξάρτητα από το χρώμα, την καταγωγή ή τη γλώσσα του με συμπάθεια και όχι με μίσος, ως φίλο και όχι ως εχθρό, αφού μοιραζόμαστε μ’ αυτόν την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Η ιστορία του παρελθόντος, μπορεί να είναι σε ένα μεγάλο της μέρος ιστορία του πόνου και του αίματος. Την ιστορία τη φτιάχνουν όμως οι άνθρωποι και αυτοί είναι υπεύθυνοι γι’ αυτήν. Δε θα μπούμε ποτέ σ’ αυτό τον εθνικιστικό φαύλο κύκλο της βίας και του αίματος γιατί είναι απάνθρωπος και ηλίθιος. Η κληρονομιά της ντεφαιτιστικής[10] παράδοσης, του διεθνισμού και του ανθρωπισμού, που με τόση γενναιότητα υπερασπίστηκε η ομάδα Στίνα μας διδάσκει πάνω απ’ όλα να αναγνωρίζουμε στον άλλο τον εαυτό μας και να διαρρηγνύουμε την κλειστότητα μας· αυτή είναι η ριζοσπαστικότητα της. Και διά της οδού αυτής και μόνο μέσω αυτής –τολμούμε να πούμε- παραμένει ανοιχτή η δυνατότητα και η επιθυμία της δημιουργίας μιας αυτόνομης κοινωνίας.


__________

[1] Πρβλ. ενδεικτικά το άρθρο του Α. Λιάκου «Καιρός να φτιάξουμε τους Έλληνες;» στο Βήμα (03/04/05).

[2] Ο Κούνδουρος και οι ομοϊδεάτες του δεν μπορούν να μπούν καν στον κόπο να σκεφτούν ότι το 1922 μπορεί να έχει σημασία για την ανθρωπότητα επειδή π.χ. οι γυναίκες αποκτούν ίσα εργασιακά δικαιώματα στην πολιτεία της Μασσαχουσέτης.

[3] Η κ. Παπαρήγα σε συνέντευξή της στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (24-25/03/07) έσπευσε να μας διαφωτίσει ότι «εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος» και υποστήριξε την απόσυρση του βιβλίου. Δεν περιμέναμε κάτι άλλο από τους υπερασπιστές του κομμουνιστικού εθνικισμού (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ) και των μαζικών δολοφονιών των διεθνιστών επαναστατών, όπως ο Δημοσθένης Βουρσούκης, την περίοδο ’40- ’44. Η ελληνική Αριστερά -σχεδόν στο σύνολό της- δεν αποτελεί παρά ένα εθνικιστικό παρακλάδι, καθώς το διεθνιστικό στοιχείο, εμφανές στο Marx, έχει ολοκληρωτικά λησμονηθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ελληνικού αριστερού εθνικισμού αποτελεί ο εθνικιστής γελοιογράφος Στάθης. Εμβληματική μορφή του ελληνικού αριστερού εθνικισμού/ρατσισμού/αντισημιτισμού αποτελεί ο Μίκης Θεοδωράκης.

[4] Όπως το λέει για παράδειγμα ο Ρουσσώ, «Δεν είναι ούτε τα τείχη ούτε οι άνθρωποι αυτοί που κάνουν την πατρίδα: είναι οι νόμοι, τα ήθη, τα έθιμα, η Διακυβέρνηση, το σύνταγμα, ο τρόπος του είναι που προκύπτει απ’ όλα αυτά. Η πατρίδα είναι στις σχέσεις του Κράτους με τα μέλη του· όταν αυτές οι σχέσεις αλλάζουν ή καταστρέφονται, η πατρίδα εξαφανίζεται» (επιστολή στον συνταγμ. Pictet, 1η Μαρτίου 1764: Œuvres Complètes, Bibl. de la Pléiade, τ. ΙΙΙ, σελ. 1535).

[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Σκέψεις πάνω στο ρατσισμό» στο Ο θρυμματισμένος κόσμος, μτφρ. Ζ. Σαρίκα - Κ. Σπαντιδάκη, εκδ. Ύψιλον, 1992, σελ. 32.

[6] Alain Finkielkraut, Η χαμένη ανθρωπότητα, μτφρ. Γ. Καυκιά, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2000, σελ. 47.

[7] Δεν είναι καθόλου τυχαίο υπό αυτή την έννοια πως συντηρητικοί και θεολογίζοντες φιλόσοφοι όπως ο Heidegger θεωρούν την ανεστιότητα και την «ουσιώδη έλλειψη πατρίδας» ως βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου της νεωτερικότητας. Για τον Heidegger η «έλλειψη πατρίδας του νεότερου ανθρώπου», η οποία «νοείται με μια ουσιαστική έννοια και όχι πατριωτικά ούτε εθνικιστικά, αλλά οντολογικοϊστορικά», είναι ένδειξη της παρακμής στην οποία δήθεν οδηγεί η εκκοσμίκευση και ο Διαφωτισμός: βλ. κατά σειρά M. Heidegger, Επιστολή για τον «ανθρωπισμό», μτφρ. Γ. Ξηροπαΐδης, εκδ. Ροές, σ. 115 και 107.

[8] Γι’ αυτό και η παραδοσιακή αναρχική έννοια περί έθνους και πατρίδας, η οποία συναντάται επί παραδείγματι στον Μπακούνιν, είναι απολύτως ετερόνομη: «Ο λαός είναι από τη φύση του πατριώτης. Αγαπά τη γη όπου γεννήθηκε, το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Αυτή η αγάπη, όπως όλες οι ανθρώπινες αγάπες, είναι στη βάση της ένα αίσθημα αρχικά εντελώς φυσιολογικό, ζωώδες […] Ο πραγματικός, ζωντανός, ισχυρός, πατριωτισμός του λαού, δεν είναι καθόλου εθνικός πατριωτισμός, ούτε καν τοπικός, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του αποκλειστικά κοινοτικός» (Το παραθέτει ο H. Avron, Μπακούνιν, μτφρ. Π. Γκέκα, εκδ. Πλέθρον, σ. 157. Ανάλογες απόψεις υποστηρίζονται και στο φύλλο του Ιανουαρίου 2007 του δελτίου της Ομοσπονδίας Αναρχικών Ελλάδας, Μαύρα Γράμματα, σ. 8: «Έθνος και Πατρίδα, με αφορμή τη διακήρυξη της ΟΑΕ».). Από την πλευρά μας δε βλέπουμε γιατί θα πρέπει σώνει και καλά να υποκλινόμαστε μπροστά στα ετερόνομα και συντηρητικά ένστικτα της κοινωνίας. Για την αυτονομία δεν υπάρχει τίποτε το φυσιολογικό: τα πάντα οφείλουν να τεθούν υπό αμφισβήτηση και να διαυγαστούν. Ακόμα και το περίφημο «φυσικό» αίσθημα «αγάπης» προς τη γενέτειρα (οι «παιδικές αναμνήσεις του τοπικού χώρου καταγωγής» που λέει η ΟΑΕ).

[9] Κ. Καστοριάδης, ό.π., σελ. 34.

[10] Ο επαναστατικός ντεφαιτισμός είναι η θεωρία που υποστηρίζει ότι σε περίπτωση εισβολής ενός κράτους στην επικράτεια κάποιου άλλου, οι επαναστάτες που ζουν στο δεύτερο θα πρέπει να προσπαθήσουν να μετατρέψουν τον εθνικο πόλεμο σε κοινωνική επανάσταση, συναδελφονώμενοι με τους στρατιώτες του «εχθρού». Αυτή ήταν η θέση του Λένιν στην περίφημη συνδιάσκεψη του Τσίμερβααλντ το 1915, όταν αντιτάχθηκε στον «σοσιαλπατριωτισμό» της πλειοψηφίας των υπόλοιπων ηγετών της Β’ Διεθνούς. Εκτός από τη διεθνιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα –στην οποία συμμετείχαν ο Καστοριάδης, ο Ταμτάκος κι ο Βουρσούκης μεταξύ άλλων- ντεφετιστική δράση ανέπτυξε, για παράδειγμα, και το γαλλικό (τροτσκιστικό) Εργατικό Διεθνιστικό Κόμμα, που υποστήριζε τη συναδέλφωση με τους γερμανούς στρατιώτες υπό το σύνθημα «Πίσω από έναν ναζί στρατιώτη κρύβεται ένας γερμανός εργάτης!». Ο επαναστατικός ντεφαιτισμός, ο οποίος συνιστά την πιο υψηλή έκφραση των διεθνιστικών ιδεωδών, είναι εχθρός των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και γι’ αυτό το λόγο είναι ανεπίτρεπτο να αποκαλούνται «διεθνιστές» οι αριστεροί που υποστηρίζουν την Εθνική Αντίσταση.